- αφράλα
- ητο αλάτι που απομένει σε κοιλότητες των βράχων από την εξάτμιση του θαλασσινού νερού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλόσανθον — ἁλόσανθον, το (Α) λεπτό αλάτι από θαλασσινό νερό, αφράλατο, αφράλα 2. αναλυτικά ἁλός + άνθος το φυτό αψίνθιον, αψέντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς ός + ἄνθος. ΠΑΡ. αρχ. ἁλοσάνθινος] … Dictionary of Greek